θοινῶ — θοινάω feast on pres imperat mp 2nd sg θοινάω feast on pres subj act 1st sg (attic epic ionic) θοινάω feast on pres ind act 1st sg (attic epic ionic) θοινάω feast on pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) θοινάω feast on pres ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικοθοίνας — γυναικοθοίνας, ο (Α), αυτός που ανατράφηκε από γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + θοινώ «τρώγω» (< θοίνη «τροφή»)] … Dictionary of Greek
δημοθοινώ — δημοθοινῶ ( έω) (Α) προσφέρω δημοθοινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + θοινώ «τρώω»] … Dictionary of Greek
θοίναμα — θοίναμα, τὸ (Α) [θοινώ] φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… … Dictionary of Greek
θοινάζω — (Α) [θοίνη] σπάν. τ. τού θοινώ* … Dictionary of Greek
θοινάτωρ — θοινάτωρ, ορος, ὁ (Α) θοινατήρ*, συμποσιαστής, αυτός που μετέχει σε συμπόσιο, ο ευωχούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοινώ + επίθημα τωρ (πρβλ. γενέ τωρ, ευπά τωρ, συνδαί τωρ)] … Dictionary of Greek
θοινατήρ — θοινατήρ, ῆρος, ὁ (Α) [θοινώ] αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
θοινατικός — θοινατικός, ή, όν (Α) [θοινώ] αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο συμπόσιο («θοινατικά ὄργανα», Ξεν.) … Dictionary of Greek
θοινοδοτώ — θοινοδοτῶ, έω (Α) επιγρ. θοινώ*, παρέχω συμπόσιο, προσφέρω γεύμα, κάνω τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θοίνη + δοτώ < δοτης < δίδωμι (πρβλ. μισθο δοτώ, πλειο δοτώ)] … Dictionary of Greek